Παρασκευή 26 Σεπτεμβρίου 2008

σε άπταιστη σιωπή...

σε άπταιστη σιωπή θα σου μιλήσω
για να ακουστεί μόνος αντίλαλος
το χάδι
το χάδι
το χάδι
το χάδι
το χάδι
το χάδι
το χάδι

Παρασκευή 19 Σεπτεμβρίου 2008

εγχειρίδιο ανατομίας αβύσσου...

Ανατομία ψυχών ποτέ δεν διδάσκεται
όμως η μέσα όραση σου
σαν ανατόμος κάποτε την άβυσσο βαθιά παρατηρεί:
νάτο του πόθου το σώμα εκεί
στου πεπρωμένου τη λεκάνη τη στενή έχει κολλήσει
γι αυτό και ότι λαχταρούσαμε πολύ
αργούσε τόσο να κινήσει…
Να και οι οφθαλμοί του εμβρύου ψυχή
εκ γενετής τυφλοί για ό,τι έχει χαθεί
πάντα στραμμένοι στη μεριά του παραδείσου
και στους κανθούς εκείνο το υγρό που τρέχει
κρουνός πελάγου που δεν λέει να γεμίσει…
Του θηλασμού τα χείλη νάτα εκεί
σε ονείρου ρόγα το αδύνατον βυζαίνουν δυνατά
και ρεύονται πότε λιγάκι ουρανό
και πότε κάτι απ’ τη ζωή σου
κοίτα, εκείνος ο μαστός ακόμα εκκρίνει
γάλα που χύνεται σε άλλη άβυσσο εντός
και μεγαλώνει η δίδυμη η άβυσσος - γκρεμός μες στην ψυχή σου…
Βλέπεις φτερών σκιά εκεί στα σκοτεινά;
είναι του αγγέλου που ήτανε να γεννηθεί μαζί σου
μα είναι καιρός που πια οι άγγελοι γεννιούνται χωριστά
και αφήνουν μόνο μια σκιά φτερών μες στη ζωή σου
φτεροκοπούν μα δεν σε παίρνουν μακριά
αφού η άβυσσος
παντού απλώνει σα φτερούγα την ψυχή σου
κι όπου κι αν πας φτεροκοπάει μαζί σου…

Τρίτη 9 Σεπτεμβρίου 2008

ποιος μάζεψε τη θάλασσα;..






Ποια πόρτα πέρασε η ψυχή και σε ποιο δρόμο βγήκε
- ανήλιαγο κι αφώτιστο - σε ποια σκοτάδια μπήκε;
ούτε να δει μπορεί ούτε από κει να βγει
ότι ακούει το θαρρεί πληγή και φεύγει μακριά.
Ποιος μάζεψε τη θάλασσα, την άμμο την υγρή
την αύρα και τα κύματα, την τόση αστροφεγγιά;
Κατά που πέφτει ο γιαλός κι η βάρκα που ‘χα δει
και πως εκείνα τα φτερά μού γίνανε δεσμά;
Πως έσβησαν στα μάτια μου τα φωτισμένα ύψη
και ποια ομίχλη έγινε μέσα μου παγωνιά;
ο άνεμος γιατί χτυπά το σώμα μου σαν τύψη
η αλυσίδα πάνω μου γιατί είναι έτσι βαριά;

Σάββατο 6 Σεπτεμβρίου 2008

στου δειλινού την άγια πύλη...


Ποιοί άγγελοι πετούσανε πριν πέσει η νυχτιά
που είπες « νοιώθεις μιαν αύρα από φτερά;»
και κλείνοντας τα μάτια συνέχισες ψιθυριστά
«δυο χερουβείμ σταθήκανε στο δειλινό φρουρά»…
του δειλινού που μέσα του πετούσανε πουλιά
που βγαίναν απ’ το σούρουπο σαν από άγια πύλη.
Κι είχες στο πρόσωπο δυο φλογισμένα χείλη
σαν μόλις να μετάλαβαν κάποιου θεού φιλιά…

κι ύστερα είπες: « στα φύλλα άκου πως γλιστρά
για λίγο νότισμα η ζωή μες στη δροσιά»
και στρέφοντας στης πόλης τη μεριά
είπες: « κοίτα ο χρόνος πως κυλά
εκεί που οι άγγελοι έχουν φύγει…
κοίτα πως τρέμουν τα πουλιά
εκεί που γίνεται η ζωή μας λίγη
κοίτα πως φτιάχνουν τη φωλιά
για να φωλιάσουν μέσα της τα ρίγη.»

έτσι μου είπες κι άγιασες με τα γλυκά σου χείλη
όσα περάσαν μέσα μου λίγο πριν κλείσει η πύλη
του δειλινού που άφηνε απ’ έξω τα πανιά
για να διψούν τον άνεμο μες στην απανεμιά.