Τρίτη 29 Απριλίου 2008

στο άγγιγμα σου



Δε σ’ άγγιζα
μα ένιωθα η αφή μου να γλυκαίνει
από ένα μύχιο άγγελμα ηδύτερου καιρού
κι έβλεπα μες στα δάχτυλα
να πλέκει και να δένει
το χάδι σου αγιόκλημα στο χρώμα του ουρανού.
Εφτά φορές τριαντάφυλλο Αύγουστο χαρισμένο
έβλεπα μες στο γέλιο σου
κι άκουγα καθώς έλεγες το «θέλω» ανθισμένο
να μου θυμίζει θάλασσες και Ιόνια νησιά.
Δε μ’ άγγιζες
μα με άγγιζε η σκέψη σου, η καρδιά
και σου ‘κλεψα σε μια στιγμή που κοίταξες αλλού
κάτι απ’ το «θέλω» σου και το ‘κρυψα στο νου।

Δε μίλαγα
μα σου ‘λεγα με όσα μπορεί το βλέμμα
λόγια που πριν δεν ήξερα γιατί δεν είχα δει
άλλη φορά βασίλισσα μονάχη δίχως στέμμα
να μου μιλά για όνειρα που κάνουν οι θνητοί.
Άκουγα μες στο γέλιο σου
ολόλευκα πανέμορφα μα αλύτρωτα πουλιά
και κάποιο που πετάρισε πολύ πολύ κοντά
μου ‘πε ότι το γέλιο σου έτσι γλυκά πετά
όταν ζητά απ' το όνειρο την πιο ψηλή φωλιά .
Και ευχήθηκα
να βλέπαμε αυτό το καλοκαίρι
μαζί το Αυγουστιάτικο ολόγιομο φεγγάρι
και ότι ο χρόνος έκρυβε μαζί να τόχει φέρει
κι ούτε στιγμή να μη μπορεί μαζί του να το πάρει!

Κυριακή 27 Απριλίου 2008

τον όφη της λήθης εκδίωξε...


Τροπαιοφόρε Μέγα του ονόματος μας συγκάτοικε
τον όφη της λήθης εκδίωξε από τον οίκο μας...


Δεν ξέρω γιατί, δεν ξέρω πως, ούτε έμαθα ποτέ τίνος τα χέρια κάθε βράδυ μου χτυπάνε την πόρτα και όταν ανοίγω βρίσκω στα σκαλοπάτια μαύρες και γκρίζες σκιές από κόκκινα τριαντάφυλλα। Ύστερα μια μαραμένη ευωδιά από αόρατα κόκκινα πέταλα κλείνει πίσω μου την πόρτα και είναι σα να μου λέει «Πάλι δεν θυμάσαι; Εδώ μένεις!» Και μένω εκεί όλη νύχτα. Μέχρι το πρώτο φως που αρχίζω πια να θυμάμαι πως σε εκείνα τα σκαλοπάτια περίμενα από το πρωί κάθε μέρα με ένα μπουκέτο στα χέρια τη λήθη για όσα έπρεπε να ξεχάσω. Μα και πάλι εξακολουθώ να μη θυμάμαι πότε αρρώστησα τόσο πολύ και μου συνέστησαν οι γιατροί τα βράδια να κοιμάμαι μέσα…

Παρασκευή 25 Απριλίου 2008


Εκεί ανάμεσα υπάρχω δεν υπάρχω
θα σταθώ μήπως σκεφτεί να ψάξει
το «καθ’ ομοίωσιν του» ο θεός
και εκτίμηση αλλάξει…
τότε ίσως να πει στον πιο πιστό από όλους μας
τον άπιστο Θωμά:
«πάρε Θωμά τα πόδια σου κουνήσου
έχουν στρωθεί τα βάγια

πρόσεχε όμως που πατάς
ζερβά η αγάπη και δεξιά το μίσος
κι ευθεία εμπρός σου ο καθρέφτης Γολγοθάς
πέρνα ανάμεσα στο μέγα πλήθος
και τράβα κατά το σταυρό
για να προλάβουμε πριν ξεψυχήσει το παλιό
και αναστηθεί το νιό
να είμαστε οι πρώτοι
που θα δούμε να πεθαίνει
το νόθο «καθ’ ομοίωση» το πρώτο μου μισό
σαν θα φυσήξω πιο βαθιά ξανά μες στον πηλό
γιατί είχα βάλει άβυσσο περσότερη θαρρώ
και στο μισό πρωτότοκο πήγε η ψυχή χαμένη
και λέω σ’ αυτό το δεύτερο να σκάψω πιο βαθιά
μα και να έχω την ψυχή με Χερουβείμ δεμένη!»

Τρίτη 22 Απριλίου 2008



Θα μεταλάβουμε σε δωμάτιο σκοτεινό
ίχνη που πάνε πέρα τον καιρό
σαν βγαίνουν πίσω μας σε ζητιανιά τα χρόνια
κι ίσως να πιούμε μια στάλα απ’ τα αιώνια…
θέλεις;

θα μεταλάβουμε με ένα κρασί χίλιων χρονών
όσα πατάει η ζωή σαν προσπερνάει
κι από το βρόχινο νερό των ουρανών
λίγο απ’ το δάκρυ ενός θεού αγάπη όταν διψάει…
θάρθεις;

Μα κι αν δεν έρθεις μόνος μου μπορώ
να μεταλάβω μες στο κύμα το αλμυρό
όσα ταξίδια μου βουλιάξανε σαν πλοία
κι όταν τα χείλη θα αγγίζουνε βυθό
θέλω να πιάσει η ίδια τρικυμία
να δω να ξαναβγαίνει πάλι στον αφρό
και να τσακίζεται και πάλι με τη μία
το σαπιοκάραβο που νοίκιασα να ζω
και το χτυπάει το κύμα κόντρα, με μανία!
Το αντέχεις;

Παρασκευή 18 Απριλίου 2008

Ξύπνα ψυχή. Ετοιμάσου!


Σκέψη πολύ μου πλάνταξες σήκω επάνω βιάσου
και τρέξε στο παράθυρο να παραλάβεις οίστρο
σε ένα μεγάλο φάκελο που γράφει το όνομα σου
που σου τον στέλνει η θάλασσα με κάποιονε Μαϊστρο.
Ξύπνα ψυχή, και τίναξε λιγάκι τα μαλλιά
έχουν πιαστεί φθινόπωρα και κάτι λίγα χιόνια
και περιμένουν πέρδικες, σπουργίτια κι αηδόνια
παρέα με την άνοιξη, για να σου πούνε «γεια ».
Πλύσου κορμί και ρίξε μου πολύ νερό στα μάτια
τον καλεσμένο φίλεψε λίγο γλυκό κεράσι
και ξέπλυνε τα κόκκινα τα γιορτινά κανάτια
κάποια ιδέα σύννεφου να πιεί να προσπεράσει.
Τάχυνε και το βήμα σου κι εσύ καρδιά μισή
μάζεψε απ’ το πάτωμα τα άλλα σου κομμάτια
να, και ο Απρίλης έμεινε με μια καρδιά λειψή
μα δε κρατάει πουθενά τόσα πολλά γινάτια.

Κι άγιε Παντελεήμονα βάλε κι εσύ ένα χέρι
να είναι ο οίστρος τούτη τη φορά
ονειρεμένος, ξάστερος, μες στην τρελή χαρά
να ανοίξουμε το φάκελο και νάναι Καλοκαίρι!

Τετάρτη 16 Απριλίου 2008


Είμαι ο κανόνας είπε το όνειρο
ο άνευ κανόνων κανόνας!
Ο εκπαιδευτής κανόνων!
Ποιος μίλησε
και σε ποια γλώσσα μπήκε;
Τη συνιστώσα του να δω
να δω αν την ελύγισε
αν έκοψε και πέταξε τα άχρηστα κομμάτια
εάν πολλαπλασίασε το πριν με το μετά
και αν ξανά το μάτισε το άπειρο σωστά
κάθετα μες στα μάτια.
Να το παράλληλο εδώ
κάτω απ’ τη βρύση
του πλένω τον ανάμεσα λεκέ που έχει ξεφτίσει.
Ναι είμαι ο κανόνας εγώ!
Ο άγραφος και πανταχού κανόνας!
Των κανόνων ο ακανόνιστος κανόνας!
Πλένω απ’ τα χαράματα
και άπλυτα ας μην έχω.
Έτσι είναι οι κανόνες οι άπιαστοι
στο άπιαστο μου εδώ!
Όποτε θέλω ανάμεσα στο ανάμεσα θα βρέχω
θα ρίχνω τις σταγόνες μου παράλληλα στη γη
και όσες από το όνειρο έχουν μεγάλη ζάλη
ζεστές μες στο κενό
παράλληλα θα σμίγουνε
θα τέμνουν τη στιγμή
κι όπως θα τρέχει το όνειρο
της μιας πάνω στην άλλη
παράλληλα θα τέμνονται
με μάρτυρα τη γη!


Κανόνας είμαι από όνειρο.
Σιγά μη δεν κατέχω!

Τρίτη 15 Απριλίου 2008

η .... χάρτα;


νομίζω
είμαστε έτοιμοι!
στο όνειρο τα βρήκαμε!!
ποιός έχει όμως
τη χάρτα;

Δευτέρα 14 Απριλίου 2008

... είναι όραμα ή
μια φωνή από μένα;

Κυριακή 13 Απριλίου 2008

Σάββατο 12 Απριλίου 2008

στην ...Αμαλία



"δώσε μου τα χέρια σου Μαρία" σου είχα πει
"μα δε με λένε Μαρία" με είχες διορθώσει

όμως σε χέρια αγνώστων

δεν είναι σωστό να κλαίει κανείς

και εγώ είχα όλα μου τα δάκρυα

ανεπίδοτα ... Μαρία.

Παρασκευή 11 Απριλίου 2008

"κατ' ιδίαν" διαβούλεση για συμπράξεις ονειρικού και ανθρώπινου φορτίου...

Οι ακατανόητες φωνές στα όνειρα μας
ίσως να είναι η απόγνωση στην άπταιστη του ονείρου γλώσσα
που προσπαθεί να πει:
“ πόσο πολύ θα τόθελε το όνειρο
μα πόσο ανήμπορο του είναι
με ένα τόσο φευγαλέο σώμα
να πάρει μαζί του φεύγοντας
κι αυτόν που το ονειρεύτηκε…”


Τετάρτη 9 Απριλίου 2008

του χεριού σου η χάση

Μου είχες πει μια φορά
«ό,τι τρέμει πονά
και γυρεύει ένα χέρι να πιάσει»

είχε αέρα η βραδιά
και φεγγάρι στη χάση
τώρα φυσάει ξανά
το φεγγάρι ψηλά
μα το άγγιγμα σου θα έχει γεράσει
γιατί τρέμω πολύ
και το χέρι δε λέει να περάσει.

Τρίτη 8 Απριλίου 2008

δικό σου...κάποτε.

Και πάλι εδώ, να προσπαθώ να εξαγνίσω την ψυχή μου, που σαν ανόητη κυλά και χανεται σε λάθος καταστάσεις. Μιά ψυχή που σφραγίζει την ελευθερία επιλέγοντας τα απαγορευμένα και πετώντας όλα τα πρέπει. Ταξιδεύω γιά που άραγε;
Ποιός ήρθε ποτέ να μου ζωγραφίσει έναν ιδανικό ορίζοντα; Ποιά μοίρα με τραβά στα αντίθετα, στα ασύμβατα και στα αντιμαχόμενα; Ποιός με στέφει με ολοκλήρωση;
Μιά ζωή προσπαθούμε να φτιάξουμε έναν εαυτό κάπως έτσι ή κάπως αλλιώτικο και τελικά.... πέφτουμε σε ένα παραμύθι και το τρέφουμε. Το τρέφουμε με το ίδιο μας το αίμα με την δύναμη του μυαλού μας. Ωσπου να μας πνίξει.
Να μας πνίξει ίσως και από παράπονο γιατί όσα κι αν δίνουμε δεν μπορούν να ολοκληρωθούν ή να μας πνίξει γιατί γιά μιά αξιοπρέπεια, που μας ταλανύζουν νύχτα και μέρα, ούτε αυτή τελικά δεν θα μπορούμε να κρατήσουμε.
Τι μίγμα περίεργο είναι η ζωή ! Η ψέμα όπως μου το είπες. Ενα μίγμα λογικής και συναισθήματος. Ενα ψέμα που σου ανήκει και όμως ποτέ δεν την κάνεις εσύ όπως θες. Περίπου μόνο ή γιά λίγο μόνο. Οχι παντοτινά. Οχι να την κάνεις από όνειρο πράξη.
Μπορείς να κάνεις μιά βόλτα όπου θες, να πεις όσο θες, να πας και με όποιον θες αλλά όλα σε μιά στιγμή.
Στιγμές από πραγματοποιημένα τρελλά όνειρα. Στιγμές που ζεις το όνειρο ή που απλά με μιά κίνηση απαρνιέσαι την πραγματικότητα ή τα πρέπει. Κι εγώ πέταξα από πάνω μου ένα πρέπει - και πολύ το χάρηκα αυτό - αλλά αγκάλιασα ένα δεν πρέπει και όσο το χάρηκα άλλο τόσο με πονά.
Με πονά το τώρα με τη σκέψη του μετά. Α ! συγνώμη ... ο πόνος του μετά είναι απαγορευμένος. Ο πόνος του μετά έρχεται μέρα με τη μέρα όλο και πιό κοντά και εγώ κλείνω τα μάτια και το στόμα γιά να μην τον δω και τρομάξω, γιά να μην τον γευτώ και πεθάνω από την πίκρα.
Και σε αντιστάθμισμα ψάχνω να σε βρώ λίγο πριν το μετά ... σε σύννεφα, σε θάλασσες κι ακρογιάλια. Ανοίγω τα μάτια μου και ψάχνω να σε βρω σε δρόμους, σε ήλιους, σε τοποθετώ σε καλοκαίρια με κυμματισμούς, σε νησιά, σε ζωγραφισμένα ακρογιάλια.
Σε ψάχνω μέρα με τη μέρα και τρομάζω που θέλω να ξέρω από που πέρασες, πιό μικρό ταξίδι ζωγράφισες και τι ακόμα είπες; Σαν να σε κατασκοπεύω εγώ.... η πινελιά της ελευθερίας, ή η μουτζούρα της ελευθερίας. Και προσπαθώ να κυριαρχώ και με θαυμάζω που τις περισσότερες ώρες δεν ρωτώ, δεν νοιάζομαι. Μόλις όμως σε βλέπω θέλω να μου πεις ό,τι έχεις κάνει, να σου πω ότι εγώ έχω γίνει, από την τελευταία στιγμή που μιλήσαμε. Γι αυτό σε ρώτησα εκείνη την ημέρα γιαυτό σου έκλεισα το στόμα γιά να μη μάθω.... εξασκούμε αλλά και γιαυτό όταν σε βλέπω μιλάω πολύ γιά να ξέρεις τι κάνω όπου πηγαίνω. Ακούγεται σχεδόν αρρωστημένο γι' αυτό σου λέω μουτζούρα ελευθερίας...
Εντάξει, βρίσκω και μόνος μου την άκρη της ζωής, μην ανησυχείς, θα γίνω άνθρωπος ελεγχόμενης δέσμευσης. Δεν θα σου αφεθώ σε μεγάλο ποσοστό, έτσι δεν έλεγε κάποιος και μεις γελούσαμε; Να που πρέπει να το κάνω. Ετσι όπως έχω αρχίσει να ζω επιβάλλεται να κάνω αυτό το γελοίο πράγμα, όμως δεν ξέρω εάν μπορώ ή μήπως είναι λίγο αργά, γιατί σήμερα ενώ μιλούσαμε γιά διάφορα, εγώ ταξίδευα σε σένα, ...... Μιλήσαμε αλλά δεν επικοινωνήσαμε. Αλλοτε πείθω τον εαυτό μου πως και μόνο που άκουσα τη φωνή σου αρκεί και άλλοτε ξέρω πως εάν γιά κάποιο λόγο δεν μπορώ εγώ να γράψω, γιά παράδειγμα , ή εσύ , τότε αυτή η σχέση θα πάψει να υπάρχει γιατί θα γίνει πολύ απλή ή πολύ κοινή σε χαρακτήρα με άλλες. Αλλοτε δηλαδή μου φτάνει το γειά σου ..... και άλλοτε θέλω την ψυχή της.
Είπα κι εγώ να κάνω κάτι διαφορετικό μετά από τη βαθυστόχαστη συζήτηση πλάι στη θαλασσα, βρεθήκαμε να παίζουμε μπιλιάρδο στο Χαιδάρι, αφού πριν είχαμε πονέσει γιά αρρώστιες και θανάτους. Αρρώστιες και θανάτους δύο ειδών, πνευματικούς και σωματικούς, σκεφτόμουν εγώ μιμούμενος τον αδελφό μου που έγραφε σε μιά έκθεση ποιό άθλημα σου αρέσει και γιατί : Τα αθλήματα είναι δύο ειδών, τα σωματικά και τα πνευματικά.
Ετσι λοιπόν κάπου ανάμεσα στις μπίλιες και στους φίλους της στιγμής, που θα μας περιμένουν γιά πολλά παιχνίδια, θυμήθηκα πως μου χρωστάς και ένα μπιλιάρδο μιάς και ποτέ όχι δεν μου έχεις πει, τουλάχιστον ακόμα ( εκτός και μου αρνηθείς το παιχνίδι τώρα ).
Τέλος πάντων καμμιά φορά φαντάζομαι πως το μοναδικό νόημα, τώρα στη ζωή μου είναι να ζω, να κάνω τα διάφορα θέλω πράξη και να έρχομαι να στα λέω, γιά να ξέρεις πως ζω έξω από σένα, δηλαδή όταν σκέφτομαι εσένα.

Δευτέρα 7 Απριλίου 2008

ερασιτέχνες δικαστές

Κάποτε θα καθίσεις στο εδώλιο
του μεγάλου δικαστή και θα σε ρωτήσει:
Αγάπησες;
- Πολύ!
Θάνατος!
Μίσησες;
- Πολύ!
Θάνατος!
Αμάρτησες;
- Πολύ!
Θάνατος!
Μετάνιωσες;
- Καθόλου!
Θάνατος!
Και όπως την ποινή σου θα διαβάζει
θα σηκωθείς έξαλλος «ρε σκιτζή» θα του φωνάξεις
«πως τολμάς και καταδικάζεις τετράκις σε θάνατο μόνο
έναν χίλιες φορές σκοτωμένο;»

Κυριακή 6 Απριλίου 2008



Σουρουπώνει και συ μεγαλώνεις παράξενα.
Πολλαπλασιάζεσαι στις σκιές και στα χρώματα του δειλινού, κόσμος από μικρές μωβ πεταλούδες στο σώμα ενός σύννεφου που εξομολογείται.
Η άφεση ανοίγει τα μάτια μέσα απ' τη θάλασσα σαν αρχαία υδάτινη ψυχή..
Γονατισμένοι βράχοι οι εποχές που περάσανε ακούνε κάτι βαθύ στο δειλινό γέρνουν επάνω στη στιγμή και παίρνουν όλα τα περασμένα βάρος.
Οι γλάροι ακίνητες μαβιές ψυχές πάνω στον ορίζοντα αφουγκράζονται τον κόσμο και σωπαίνουν.
Ενα ξεχασμένο άστρο κοιμάται σαν παιδί στο ήσυχο κύμα.
Η θάλασσα άστεγη μητέρα το λικνίζει και το θηλάζει...
Ανοίγεις τα μάτια και ξυπνάει το άστρο, πετούν οι γλάροι...
Οι βράχοι θυμούνται πως εκεί ψηλά το φως πάντα γαλάζιο κάθε ξημέρωμα μας αθωώνει.
Ελαφρώνουν...
Το σύννεφο κλείνει ξανά τις πεταλούδες μέσα.
Μένει το φεγγαρόφωτο μόνο.
Ασημένιο δέντρο που θροίζει από το φως του.
Στο χαμηλότερο κλαδί του αιωρείται ανέμελη η γη
με αιώρα νυχτωμένη την ψυχή μου ।

Σάββατο 5 Απριλίου 2008

το παζλ...



Αν στα δυο μια μέρα κοπώ
στα τέσσερα, στα οχτώ, στα δεκάξι
και σε παζλ σου δοθώ
να τα βάλεις εσύ σε μια τάξη
το κομμάτι μου
εφτά
να κοιτάξεις σωστά να ταιριάξει
με ότι ζούσε κλεφτά
και το δέκα που ζητούσε να αράξει

να του λες πάντα εντάξει
να αγκαλιάζεις το πέντε πολύ

κι ας μου τόχες από ζήλεια πετάξει
ένα έξι - θυμό που όλο στάζει χολή
να το πας στο γιατρό να το φτιάξει
βγάζε βόλτα το τέσσερα έξω το βράδυ
και στο τρία όπως είχες τάξει
δίνε το πιο όμορφο χάδι
ένα δυο – το θυμάσαι;- είναι χάλι
κι ίσως πριν σου ενωθεί τα τινάξει
ένα μπλε δεκατρία να το βάλεις κεφάλι
και με το ένα που μαζί τόχαμε φτιάξει
να περνάς περισσότερη ώρα
το δεκατέσσερα κάπου το έχεις φυλάξει
όταν ξέσπασε η πρώτη μας μπόρα
το δεκαπέντε έχει από χρόνια ρημάξει
κι ίσως το έντεκα στο δώδεκα νάχει χαθεί
μα δε βαριέσαι γιατί να σε νοιάξει
το οχτώ που ήταν πάντα χαζό
τάιζε το με ότι τρώει το
δεκάξι
κι άκου τι θα σου πει το εννιά το σοφό
«λίγο πριν σου κοπώ είχα αλλάξει.»

Πέμπτη 3 Απριλίου 2008

μια μικρή πίσω πόρτα

Πάντα έπασχα από πράγματα μεγάλα
μιά θεώρατη Κιβωτό, λόγου χάρη
-γιατί από ένα ολέθριο λάθος
η ανθρωπότητα τότε είχε ξεχαστεί έξω
ή από σπουδαίες έμμονες ιδέες
όπως ότι όταν ζούμε στο ίδιο σύμπαν
πρέπει και οι πάνω - συγνώμη Κύριε
και οι κάτω, να προσέχουμε, που πατάμε
ή άλλοτε ονειρεύτηκα μεγάλους έρωτες
που δεν μπορούσα να τους σηκώσω ξυπνώντας
και μόνο όταν ύστερα από πολλά χρόνια
προσπάθησα να τα πουλήσω όλα
ανακάλυψα πως οι προθήκες των παλαιοπωλείων
ήταν κιόλας γεμάτες
και γιαυτό λέω τα παλαιοπωλεία
πρέπει να έχουν μιά θαυματουργή μικρή πίσω πόρτα
γιά να σε απαλλάσουν βγαίνοντας από κάθε μεγάλη ιστορία
και να σε παραδίνουν επιτέλους στο φυσικό σου μέγεθος
σε έναν κόσμο αφεαυτού μικρό.

κατ' ιδίαν

Κατ΄ιδίαν σου είχα πεί
οφείλουμε όλα μας τα δάκρυα στην ευτυχία
ύστερα ανέβηκα στην εξέδρα
και χαμογελώντας κατάμουτρα στο πλήθος
επιδόθηκα σε κάτι πιό κατορθωτό.
Εσύ κι εκείνη
έτσι κι αλλιώς είχατε κιόλας φύγει.

Δούρεια τιμωρία

Το άλλο πρωί βρήκα στον κήπο μου
μιά πολύ όμορφη ξύλινη γυναίκα.
"Οδυσέα" μου λέει "εσύ μόνο μου έμεινες - πάμε"
"μα Ελένη τι θα πούν οι άλλοι ;" ρώτησα ανήσυχος
"απολύτως τίποτα, αυτοί με στέλνουν" μου απάντησε ψύχραιμα
"Θεέ μου" αναφώνησα κοιτώντας πίσω της τη ρημαγμένη πόλη
"ξέρεις δεν είμαι ακριβώς ο Οδυσέας που ψάχνεις"
"μα ούτε εγώ η Ελένη" μου είπε κάτι ξύλινο, κρύο και δυνατό
και μ΄έσυρε έξω από μιά πολύ ένδοξη ευκαιρία
έτσι χαμένος να γυρνώ ανάμεσα σας.