Κυριακή 12 Οκτωβρίου 2008

με δυο άσπονδα «ως εδώ» συνεπιβάτες…



«Κάποτε θα κουραστούμε να κουβαλάμε ό ένας τον άλλον»
σου είχα πει.
Δεν μίλησες,
Αλήθεια γιατί ποτέ δεν μιλούσες;
Θυμάσαι εκείνη τη μεγάλη στροφή του δρόμου με τα πανύψηλα δέντρα που σου είχα πει «έτσι νιώθω την ψυχή μου, σαν έναν ίλιγγο μεγάλης στροφής την ώρα που θροϊζουνε χιλιάδες φύλλα αφήνοντας τρεμάμενες ηλιαχτίδες μέσα μου…»;
Για μια στιγμή νόμισα πως γέλασες. Μα έκανα λάθος.
Εσύ ποτέ δε γελούσες.
Αλήθεια γιατί ποτέ δεν γελούσες;
Θυμάσαι το σούρουπο που ένιωσα εκείνον το παράξενο φόβο πως καθώς όλα σκοτεινιάζουν γύρω μας μπορεί να συμβεί το αναπάντεχο κι έκλαψα απαρηγόρητος γιατί ένας τοίχος μας έκρυβε τη δύση;
Εσύ ούτε καν που ρίγησες..
Αλήθεια εσύ γιατί ποτέ δεν ριγούσες;

Μα πάλι λέω καλύτερα που φτάσαμε ως εδώ χωρίς να ανταλλάξουμε ούτε μια κουβέντα, άγνωστοι άσπονδοι συνεπιβάτες, κρυψίνοες κι οι δυό, νωρίτερα μην ακουστεί εκείνη η καλά κρυμμένη φράση που χρόνια τώρα κουβαλάς σαν τρίτο επιβάτη στο μυαλό σου :
«ως εδώ»



Δε σε γνωρίζω
ποτέ δε σε γνώρισα
σε κουβάλησα όμως
και με κουβάλησες κι εσύ
κουράστηκες το ξέρω
κουράστηκα κι εγώ θάνατε
χωρίς απόκριση καμιά να σε ρωτώ
ποιο απ’ τα δυο κουβάλησε
το άλλο άσπονδο «ως εδώ»
στην αγκαλιά του;