Πέμπτη 3 Απριλίου 2008

μια μικρή πίσω πόρτα

Πάντα έπασχα από πράγματα μεγάλα
μιά θεώρατη Κιβωτό, λόγου χάρη
-γιατί από ένα ολέθριο λάθος
η ανθρωπότητα τότε είχε ξεχαστεί έξω
ή από σπουδαίες έμμονες ιδέες
όπως ότι όταν ζούμε στο ίδιο σύμπαν
πρέπει και οι πάνω - συγνώμη Κύριε
και οι κάτω, να προσέχουμε, που πατάμε
ή άλλοτε ονειρεύτηκα μεγάλους έρωτες
που δεν μπορούσα να τους σηκώσω ξυπνώντας
και μόνο όταν ύστερα από πολλά χρόνια
προσπάθησα να τα πουλήσω όλα
ανακάλυψα πως οι προθήκες των παλαιοπωλείων
ήταν κιόλας γεμάτες
και γιαυτό λέω τα παλαιοπωλεία
πρέπει να έχουν μιά θαυματουργή μικρή πίσω πόρτα
γιά να σε απαλλάσουν βγαίνοντας από κάθε μεγάλη ιστορία
και να σε παραδίνουν επιτέλους στο φυσικό σου μέγεθος
σε έναν κόσμο αφεαυτού μικρό.

κατ' ιδίαν

Κατ΄ιδίαν σου είχα πεί
οφείλουμε όλα μας τα δάκρυα στην ευτυχία
ύστερα ανέβηκα στην εξέδρα
και χαμογελώντας κατάμουτρα στο πλήθος
επιδόθηκα σε κάτι πιό κατορθωτό.
Εσύ κι εκείνη
έτσι κι αλλιώς είχατε κιόλας φύγει.

Δούρεια τιμωρία

Το άλλο πρωί βρήκα στον κήπο μου
μιά πολύ όμορφη ξύλινη γυναίκα.
"Οδυσέα" μου λέει "εσύ μόνο μου έμεινες - πάμε"
"μα Ελένη τι θα πούν οι άλλοι ;" ρώτησα ανήσυχος
"απολύτως τίποτα, αυτοί με στέλνουν" μου απάντησε ψύχραιμα
"Θεέ μου" αναφώνησα κοιτώντας πίσω της τη ρημαγμένη πόλη
"ξέρεις δεν είμαι ακριβώς ο Οδυσέας που ψάχνεις"
"μα ούτε εγώ η Ελένη" μου είπε κάτι ξύλινο, κρύο και δυνατό
και μ΄έσυρε έξω από μιά πολύ ένδοξη ευκαιρία
έτσι χαμένος να γυρνώ ανάμεσα σας.