Παρασκευή 24 Οκτωβρίου 2008

τίνος "εμού" ήταν το "είμαι";


Τίνος ήταν λοιπόν
το «εμού» και το «είμαι»;

και ποιος όριζε πως δεν θα είμαι παρών
όταν στου άλλου το «ενθάδε» θα κείμαι;
τίνος ήταν το πεινασμένο «εμού»
που με το «είμαι» κρατούσα
και στα χείλη του εαυτού μου γκρεμού
την ζωή μου οδηγούσα;
τίνος ήταν που ήθελα πάντα να ζω
σε έναν κόσμο που όσο πιο πολύ τον ζητούσα
τόσο έσπαγε σε κομμάτια από κάτι πεζό
και σε άλλα που ποτέ δεν θωρούσα;
και γι’ αυτό που θυσιάζοντας πάντοτε ζούσα
τίνος ήταν ο άθλιος εκείνος βωμός
που όποιου απ’ τα δυο τη στάχτη κρατούσα
με έπνιγε πάντα του άλλου ο καπνός;

Τρίτη 14 Οκτωβρίου 2008

η ανθρώπινη φύση σε κρίση...

Ένα φάντασμα πλανιέται στη γη
σαν ζωή που έχει σαπίσει
σαν πλανήτης πληγή
με την ανθρώπινη φύση σε κρίση.
Και γυρνά σαν παλιά απειλή
που δεν έχει ακόμα τελειώσει
μια παλιά της ψυχής οφειλή
γι αυτά που για αργύρια είχε δώσει
κι έχουν από τότε χαθεί:
αυτά που ούτε τότε είχε νοιώσει
μα ούτε κι έχει γι αυτά πληρωθεί.

Κυριακή 12 Οκτωβρίου 2008

με δυο άσπονδα «ως εδώ» συνεπιβάτες…



«Κάποτε θα κουραστούμε να κουβαλάμε ό ένας τον άλλον»
σου είχα πει.
Δεν μίλησες,
Αλήθεια γιατί ποτέ δεν μιλούσες;
Θυμάσαι εκείνη τη μεγάλη στροφή του δρόμου με τα πανύψηλα δέντρα που σου είχα πει «έτσι νιώθω την ψυχή μου, σαν έναν ίλιγγο μεγάλης στροφής την ώρα που θροϊζουνε χιλιάδες φύλλα αφήνοντας τρεμάμενες ηλιαχτίδες μέσα μου…»;
Για μια στιγμή νόμισα πως γέλασες. Μα έκανα λάθος.
Εσύ ποτέ δε γελούσες.
Αλήθεια γιατί ποτέ δεν γελούσες;
Θυμάσαι το σούρουπο που ένιωσα εκείνον το παράξενο φόβο πως καθώς όλα σκοτεινιάζουν γύρω μας μπορεί να συμβεί το αναπάντεχο κι έκλαψα απαρηγόρητος γιατί ένας τοίχος μας έκρυβε τη δύση;
Εσύ ούτε καν που ρίγησες..
Αλήθεια εσύ γιατί ποτέ δεν ριγούσες;

Μα πάλι λέω καλύτερα που φτάσαμε ως εδώ χωρίς να ανταλλάξουμε ούτε μια κουβέντα, άγνωστοι άσπονδοι συνεπιβάτες, κρυψίνοες κι οι δυό, νωρίτερα μην ακουστεί εκείνη η καλά κρυμμένη φράση που χρόνια τώρα κουβαλάς σαν τρίτο επιβάτη στο μυαλό σου :
«ως εδώ»



Δε σε γνωρίζω
ποτέ δε σε γνώρισα
σε κουβάλησα όμως
και με κουβάλησες κι εσύ
κουράστηκες το ξέρω
κουράστηκα κι εγώ θάνατε
χωρίς απόκριση καμιά να σε ρωτώ
ποιο απ’ τα δυο κουβάλησε
το άλλο άσπονδο «ως εδώ»
στην αγκαλιά του;

Κυριακή 5 Οκτωβρίου 2008

βρέχει δεν βρέχει πάντα ίδια εκείνη η ώρα,,,,


Ο χρόνος αιώνια κι αν τρέχει
σταματημένο ρολόι φορά
σε όσα τον κάνουν να αντέχει
για όσα του κλέβει στη ζωή η φθορά
διαλέγει τις ώρες που θέλει να έχει
και κρατάει τους δείκτες σταθερά
σε κάτι που κανείς δεν κατέχει
γιατί περνά απ’ τη ζωή μια φορά.

Ο χρόνος αιώνια κι αν τρέχει
σαν ρολόι στο χέρι φορά
εκείνο που πάντοτε βρέχει δε βρέχει
του λέει την ώρα με μια ζωή διαφορά.

Τετάρτη 1 Οκτωβρίου 2008

βρες μου έναν λόγο...


Εξαιτίας ποιού λόγου τελευταία μου λες:
«βρες μου μόνο έναν λόγο να μη μιλώ με σιωπές
να μη γκρεμίζω σαθρές προσευχές
να μην ακούω την θεσπέσια ηχώ από αυτά που δε λέω
να μη πενθώ για όσα πια δεν μιλώ μα τα κλαίω
βρες μου έναν λόγο
άηχα ίχνη να μην αφήνω γυμνά στη βροχή
βρες μου έναν λόγο
στων λέξεων το τέλος να δένω κι άλλου τέλους αρχή
βρες μου έναν λόγο
να μιλώ για όσα δεν έχουν ακόμα χαθεί
όταν με κλωστές σιωπηλές έχουν στο «ακόμα» δεθεί
βρες μου έναν λόγο
να ψάχνω για τον ανύπαρκτο λόγο
πως έστω και ένας με όσα έχει πει στη ζωή
έχει ξανά γεννηθεί
ή έχει ποτέ αναστηθεί».