Από πού φυσάει άνεμος;
Και ποια είναι η κουπαστή
που όλο μου πάει τα λόγια
όπου είχα βυθιστεί;
Κι εκείνος ο απάνεμος
κόσμος που ‘χα κλειστεί
ποια κοίταξε ρολόγια
και λέει «και πάλι ζει»;
Το ράπισμα στο πρόσωπο
του ανέμου που χτυπά
ποιόν καπετάνιο απρόσωπο
βαθιά μου να ξυπνά;
Και του ονείρου το νησί
ποιον περιμένει πάλι
και στα νερά του τι να ζει
που κλαίει το ακρογιάλι;
Τα μάτια μου τα έσκισε
ο αέρας σαν πανιά
κι ότι βαθιά μου με έκλεισε
φυσάει μια καταχνιά!
Και ποια είναι η κουπαστή
που όλο μου πάει τα λόγια
όπου είχα βυθιστεί;
Κι εκείνος ο απάνεμος
κόσμος που ‘χα κλειστεί
ποια κοίταξε ρολόγια
και λέει «και πάλι ζει»;
Το ράπισμα στο πρόσωπο
του ανέμου που χτυπά
ποιόν καπετάνιο απρόσωπο
βαθιά μου να ξυπνά;
Και του ονείρου το νησί
ποιον περιμένει πάλι
και στα νερά του τι να ζει
που κλαίει το ακρογιάλι;
Τα μάτια μου τα έσκισε
ο αέρας σαν πανιά
κι ότι βαθιά μου με έκλεισε
φυσάει μια καταχνιά!