Κυριακή 22 Ιουνίου 2008

βοήθα με, το γλάρο να γλυτώσω...


Βοήθα με το φόβο να σκοτώσω
και ό,τι μένει ίσως το λυτρώσω
σου δίνω την ψυχή μου όσο όσο
δεν μπόρεσα μονάχος να τη σώσω…
Ο φόβος του πελάγου που με παίρνει
σαν κύμα του με πάει και με φέρνει
στο ναυαγό σου έχω πέλαγο να δώσω
κι όσα ναυάγια θέλει να πληρώσω…
Βοήθα με το γλάρο να γλυτώσω
ένα φτερό μόνο κατάφερα να σώσω
το άλλο στην ακτή το έχω θαμμένο
να μη πετά η πληγή όσο σε περιμένω…

Τετάρτη 18 Ιουνίου 2008

κενή μνήμη


Είμαστε φτιαγμένοι από ένα υλικό
που θυμάται
τα πιο απίθανα πράγματα
αλλά που δεν μπορεί
να βρει στη μνήμη του γραμμένο
τι θα έπρεπε να ζήσει
και για τι ακριβώς οφείλει να αποδημήσει.

Σάββατο 7 Ιουνίου 2008

ζητώ άρση του αοράτου


Ζητώ άρση του αόρατου.
Ναι εμποδίζομαι να δω
τραβήξτε την κουρτίνα του φωτός από τα μάτια
έχω κινήσει για την όχθη του αλλού
ακούω το κελάρυσμα παντού
μα το αλλού δε βλέπω…
Ποιος έβγαλε από το εγγύς την πύλη
κι ένα πλησίασμα ατελές μου έχει στείλει;
Που πήγε το εδώ;
Που πήγε το μαζί;
Ποιος πήρε τη στιγμή και έχει φύγει;
Ζητώ να μου επιστρέψετε τα χείλη
κι αν όχι
κλείστε τουλάχιστον την άθλια τη βρύση
μη την ακούει η δίψα που μου έχουν φυλακίσει
και μου χαράζεται ως την ψυχή η ύλη.
Κι ας μου αλλάξει κάποιος την αφή
με αυτό το δέρμα δε βλέπω προκοπή
σα νάχω από κάτω του χαθεί
και όλο ιδρώνει ένα ρηχό κι ασώματο βαθύ.

Κυριακή 1 Ιουνίου 2008

αφίετε τα παιδία των φόβων να έλθουν προς εμέ


Αφίετε τα παιδία των φόβων να έλθουν προς εμέ
θέλω να χαϊδέψω τα μικρά τους χέρια
πριν η τριχοφυϊα των Δαναών αρχίσει
εκείνων που δωρίζουν αφειδώς τα «ω ειμέ»…
Αφήστε τα παιδιά των λόγων πάρα κει
κακές παρέες έχουνε αρχίσει…
Μάνα των φόβων ταραχή
κάποιοι πετροβολούν τη δύση
ίσως δεν ξέρουνε τι πάει να πει:
ήμουν ολόκληρο το «είμαι»
πριν το εγώ Τρίτη φορά λαλήσει…
Μάνα των πόνων οδύνη μου εσύ
κοίτα την πόρτα αν έχουν ασφαλίσει
κάποια παιδιά χαράς θα έχουνε μπει
και γρατσουνάν στους τοίχους τη γραφή
και ήδη το φωτοστέφανο το έχουνε στα δυο χωρίσει
μισό σε λάμπον και απαστράπτον τενεκέ
και μπρος στο κούτελο το άλλο αγκαθωτό
να στάζει μες στο δέρμα η αφή
τον φόβο φωτεινό
και τη χαρά που σέρνει πάντα πρώτη το χορό
μες στα αγκάθια να πατεί

ξυπόλητη να συνηθίσει.